διακόψει

διακόψει
διάκοψις
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
διακόψεϊ , διάκοψις
fem dat sg (epic)
διάκοψις
fem dat sg (attic ionic)
διακόπτω
cut in two
aor subj act 3rd sg (epic)
διακόπτω
cut in two
fut ind mid 2nd sg
διακόπτω
cut in two
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πτώχευση — (Νομ.). Είναι η ιδιαίτερη νομική κατάσταση στην οποία υποβάλλεται ο έμπορος, με δικαστική απόφαση, όταν παύει τις πληρωμές του. Στην κατάσταση π. μπορεί να κηρυχθεί και πρόσωπο που έχει πάψει στο μεταξύ να έχει την ιδιότητα του εμπόρου, καθώς και …   Dictionary of Greek

  • Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική …   Dictionary of Greek

  • έθνος — Τίτλος εφημερίδων. 1. Ημερήσια αθηναϊκή καθημερινή εφημερίδα με εκδότη τον Σπυρίδωνα Νικολόπουλο (1913), ο οποίος διετέλεσε διευθυντής της έως τον θάνατό του (1938). Έπειτα από διάφορες διακοπές της έκδοσής της, που οφείλονταν στην οξύτητα των… …   Dictionary of Greek

  • αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… …   Dictionary of Greek

  • απόφοιτος — η, ο (Μ ἀπόφοιτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που έχει διακόψει ή έχει συμπληρώσει τη φοίτηση του σε εκπαιδευτικό ίδρυμα 2. (με μειωτική σημασία) «απόφοιτος των φυλακών» μσν. εκείνος που έχει απομακρυνθεί από κάπου …   Dictionary of Greek

  • ασύχαστος — η, ο 1. αυτός που δεν ησυχάζει ή που δεν μπορεί να ησυχάσει (να διακόψει τη δουλειά ή να κοιμηθεί) 2. αδιάκοπος, συνεχής 3. άτακτος, ζωηρός …   Dictionary of Greek

  • αυτοτραυματίας — ο αυτός που από μόνος του τραυματίστηκε σκόπιμα για να διακόψει ή να αποφύγει τη στρατιωτική του θητεία …   Dictionary of Greek

  • διακόπτης — Συσκευή κατάλληλη να διακόπτει ή να αποκαθιστά τη συνέχεια ενός ηλεκτρικού κυκλώματος, ώστε να εμποδίζει ή να επιτρέπει τη δίοδο ηλεκτρικού ρεύματος. Στην απλούστερη μορφή του ο δ. αποτελείται, για κάθε αγωγό της ηλεκτρικής γραμμής στην οποία… …   Dictionary of Greek

  • διαπαύω — (AM) 1. διακόπτω, σταματώ κάτι 2. φρ. «διαπαύω τον βίον» πεθαίνω 3. καλώ κάποιον να διακόψει την εργασία για να ξεκουραστεί 4. μέσ. α) αναπαύομαι β) φρ. «oἱ στρατιῶται διεπέπαυντο» οι στρατιώτες είχαν διαλυθεί, διασκορπιστεί …   Dictionary of Greek

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”